αντενδείκνυμαι

αντενδείκνυμαι
(Α ἀντενδείκνυμαι)
νεοελλ.
(μόνο στο γ' πρόσ. εν. κ. πληθ. ενεστ.) -υται, -υνται
δεν είναι ή δεν θεωρείται κάτι κατάλληλο
αρχ.
(για ασθένεια) παρουσιάζω ενδείξεις αντίθετες, συμπτώματα διαφορετικά από τα συνηθισμένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”